- ιθύνων
- ουσα , ον правящий;
η ιθύνουσα τάξη — правящий, господствующий класс;
οι ιθύνοντες — правители;
οι ιθύνοντες (κύκλοι) — правящие круги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η ιθύνουσα τάξη — правящий, господствующий класс;
οι ιθύνοντες — правители;
οι ιθύνοντες (κύκλοι) — правящие круги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιθύνων — ουσα, ον βλ. ιθύνω … Dictionary of Greek
ἰθύνων — ἰ̱θύ̱νων , ἰθύνω make straight pres part act masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθύνων, -ουσα, -ον — 1. ο επικεφαλής, αυτός που κυβερνά ένα κράτος ή διευθύνει μια επιχείρηση: Ιθύνοντες της πολιτείας. 2. «ιθύνουσα τάξη», έτσι λέγεται η τάξη που έχει κάπου την εξουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιθύνω — (ΑΜ ἰθύνω) [ιθύς] 1. κάνω κάτι ευθύ, ευθυγραμμίζω, ισιώνω 2. κυβερνώ, διοικώ 3. (η μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ιθύνοντες αυτοί που κυβερνούν, οι επικεφαλής νεοελλ. διευθύνω, δίνω κατευθύνσεις που καθορίζουν και τη ζωή τών άλλων (α. «ο… … Dictionary of Greek
νεηλάτης — νεηλάτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰθύνων ἢ ἐλαύνων τὴν ναῡν», ο κωπηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ ηλάτης, κωπηλάτης. Το η τού τ. (αντί ελάτης) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek
Γουόρνερ, αδελφοί — (Warner brothers). Οικογένεια Καναδών επιχειρηματιών, πολωνοεβραϊκής καταγωγής. Παραγωγοί και επιχειρηματίες σε όλους τους χώρους του θεάματος και της λαϊκής κουλτούρας (κινηματογράφος, τηλεόραση, δισκογραφία, βιβλία, κόμικς κλπ.), ο Χάρι… … Dictionary of Greek